πενιχρός

πενιχρός
ά , ό[ν]
1) бедный, нищий; 2) недостаточный, мизерный, скудный;

πενιχρά μέσα — скудные средства;

πενιχρές αποδοχές — мизерная зарплата;

πενιχρό εισόδημα — ничтожный доход;

3) незначительный, маловажный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πενιχρός" в других словарях:

  • πενιχρός — poor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… …   Dictionary of Greek

  • πενιχρός — ή, ό 1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα. 2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα. 3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτάτου — πενιχρός poor masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»